περίγυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίγυρος < περί- + γύρος (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική alentours)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pε.ˈɾi.ʝi.ɾɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίγυρος αρσενικό
- φράχτης που βρίσκεται τριγύρω
- ≈ συνώνυμα: περίφραγμα, μάντρα
- πρόσωπα στο οικογενειακό, επαγγελματικό ή άλλο περιβάλλον κάποιου