περίδεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περιδεής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίδεση οι περιδέσεις
      γενική της περίδεσης* των περιδέσεων
    αιτιατική την περίδεση τις περιδέσεις
     κλητική περίδεση περιδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίδεση < (ελληνιστική κοινήπερίδεσις < αρχαία ελληνική περιδέω < περί + δέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίδεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]