περίδοτο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περίδοτο | τα | περίδοτα |
γενική | του | περίδοτου | των | περίδοτων |
αιτιατική | το | περίδοτο | τα | περίδοτα |
κλητική | περίδοτο | περίδοτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίδοτο < γαλλική péridot < μέση γαλλική perido / peridon

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίδοτο ουδέτερο
- (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος που ανήκει στην ομάδα των ορυκτών του ολιβίνη, με χημική σύνθεση που περιλαμβάνει σίδηρο και μαγνήσιο με χρώμα που κυμαίνεται από ανοιχτό κιτρινοπράσινο έως βαθύ πράσινο, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε σίδηρο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)