περίδοτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίδοτος < γαλλική péridot < μέση γαλλική perido / peridon
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίδοτος αρσενικό
- (ορυκτολογία) άλλη μορφή του περίδοτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- περίδοτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίδοτος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)