περίζωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίζωμα < ελληνιστική κοινή περίζωμα[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική περιζώννυμι < περί + ζώννυμι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίζωμα ουδέτερο
- (γενικότερα, λόγιο) οτιδήποτε περιβάλλει σαν ζώνη κάτι
- (ειδικότερα, λόγιο) ζώνη
- (ειδικότερα, λόγιο) ποδιά
- (αρχιτεκτονική, λόγιο) λωρίδα που περιβάλλει κτήριο για διακοσμητικούς ή στατικούς λόγους
- (αρχιτεκτονική, λόγιο) σοβατεπί
- (ναυτικός όρος, λόγιο) προστατευτική για τις προσκρούσεις λωρίδα γύρω από πλοίο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίζωμα
|
- ↑ περίζωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περίζωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ περίζωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)