περίληψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίληψῐς αἱ περιλήψεις
      γενική τῆς περιλήψεως τῶν περιλήψεων
      δοτική τῇ περιλήψει ταῖς περιλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίληψῐν τὰς περιλήψεις
     κλητική ! περίληψῐ περιλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιλήψει
γεν-δοτ τοῖν  περιληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίληψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίληψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]