περίσκεψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίσκεψη < αρχαία ελληνική περίσκεψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίσκεψη θηλυκό
- σύνεση,σοβαρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίσκεψη