Μετάβαση στο περιεχόμενο

περίσκεψη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσκεψη οι περισκέψεις
      γενική της περίσκεψης* των περισκέψεων
    αιτιατική την περίσκεψη τις περισκέψεις
     κλητική περίσκεψη περισκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περισκέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίσκεψις  δείτε τις λέξεις περισκέπτομαι και περίσκεπτος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.sce.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περίσκεψη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίσκεψη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις σκέψη και σκέφτομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]