περίσσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίσσωμα < περισσεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίσσωμα ουδέτερο (αττική διάλεκτος: περίττωμα)

  1. κάθε τι που περισσεύει
  2. (ειδικότερα) κάθε τι που προέρχεται από τη διαδικασία της πέψης των τροφών και αποβάλλεται είτε σαν περίττωμα είτε σαν εμετός