περίστρεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίστρεπτος < περιστρέφω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
περίστρεπτος
- που μπορεί να περιστραφεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις περιστρέφω, περί και στρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίστρεπτος
|