περίφραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίφραση < αρχαία ελληνική περίφρασις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίφραση θηλυκό < περιφράζω
γραμμ. η έκφραση μιας έννοιας με δυο ή περισσότερες λέξεις «συμμαχίαν ποιούμαι» αντί συμμαχώ, «οι κάτοικοι των δασών» αντί τα θηρία, «το άστρον της νυκτός» αντί σελήνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίφραση
|