περίφραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίφραση | οι | περιφράσεις |
γενική | της | περίφρασης* | των | περιφράσεων |
αιτιατική | την | περίφραση | τις | περιφράσεις |
κλητική | περίφραση | περιφράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίφραση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίφρα(σις) + -ση < περιφράζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίφραση θηλυκό < περιφράζω
- (γραμματική) η έκφραση μιας έννοιας με δυο ή περισσότερες λέξεις
Παραδείγματα περιφράσεων |
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιφραστικά, περιφραστικώς (επίρρημα)
- περιφραστικός
Δε σχετίζεται το περιφράσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίφραση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)