περαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ευχή περαστικά
- μετέφερε τα περαστικά μου στο θείο σου και εύχομαι να τον ξαναδούμε γρήγορα
- η αμοιβή για εργασία τοποθέτησης εξαρτήματος
Επιφώνημα[επεξεργασία]
περαστικά
- (ευχή) να γίνεις καλά, να αναρρώσεις
- (ειρωνικό) για να ειρωνευτούμε το κακό που έπαθε κάποιος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- περαστικά ευχόμαστε κυρίως σε κάποιον που είναι άρρωστος ενώ σε κάποιον που είχε ατύχημα ευχόμαστε συνήθως σιδερένιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφώνημα (ευχή)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περαστικός