Μετάβαση στο περιεχόμενο

περαστικά

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η ευχή περαστικά
    μετέφερε τα περαστικά μου στο θείο σου και εύχομαι να τον ξαναδούμε γρήγορα
  2. η αμοιβή για εργασία τοποθέτησης εξαρτήματος

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

περαστικά

  1. (ευχή) να γίνεις καλά, να αναρρώσεις
  2. (ειρωνικό) για να ειρωνευτούμε το κακό που έπαθε κάποιος

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • περαστικά ευχόμαστε κυρίως σε κάποιον που είναι άρρωστος ενώ σε κάποιον που είχε ατύχημα ευχόμαστε συνήθως σιδερένιος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

περαστικά