περαστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η ευχή περαστικά
    μετέφερε τα περαστικά μου στο θείο σου και εύχομαι να τον ξαναδούμε γρήγορα
  2. η αμοιβή για εργασία τοποθέτησης εξαρτήματος

Επιφώνημα[επεξεργασία]

περαστικά

  1. (ευχή) να γίνεις καλά, να αναρρώσεις
  2. (ειρωνικό) για να ειρωνευτούμε το κακό που έπαθε κάποιος

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • περαστικά ευχόμαστε κυρίως σε κάποιον που είναι άρρωστος ενώ σε κάποιον που είχε ατύχημα ευχόμαστε συνήθως σιδερένιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

περαστικά