περατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περατός η περατή το περατό
      γενική του περατού της περατής του περατού
    αιτιατική τον περατό την περατή το περατό
     κλητική περατέ περατή περατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περατοί οι περατές τα περατά
      γενική των περατών των περατών των περατών
    αιτιατική τους περατούς τις περατές τα περατά
     κλητική περατοί περατές περατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περατός < αρχαία ελληνική περατός < περάω

Επίθετο[επεξεργασία]

περατός, ή, -ό

  1. (λόγιο) που είναι δυνατόν να περαστεί
     συνώνυμα: διαβατός, διασχίσιμος
  2. (λόγιο) που είναι δυνατόν να διαπεραστεί
    Για το συγκεριμένο πρόβλημα, προτείνεται ένα διάφραγμα με εναλλασσόμενα αδιαπέρατα και περατά τμήματα (funnel and gate), έτσι ώστε το νερό να περνάει με μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα από τα περατά τμήματα. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]