Μετάβαση στο περιεχόμενο

περατός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πέρατος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περατός η περατή το περατό
      γενική του περατού της περατής του περατού
    αιτιατική τον περατό την περατή το περατό
     κλητική περατέ περατή περατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περατοί οι περατές τα περατά
      γενική των περατών των περατών των περατών
    αιτιατική τους περατούς τις περατές τα περατά
     κλητική περατοί περατές περατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περατός < περάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περατός
τονικό παρώνυμο: πέρατος

Επίθετο

[επεξεργασία]

περατός, ή, -ό

  1. (λόγιο) που είναι δυνατόν να περαστεί (συνήθως σε σύνθετες λέξεις)
     συνώνυμα: διαβατός, διασχίσιμος
     αντώνυμα: απέρατος
  2. (λόγιο) που είναι δυνατόν να διαπεραστεί
      Για το συγκεριμένο πρόβλημα, προτείνεται ένα διάφραγμα με εναλλασσόμενα αδιαπέρατα και περατά τμήματα (funnel and gate), έτσι ώστε το νερό να περνάει με μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα από τα περατά τμήματα.
    [Άσκηση:] «Παράδειγμα: ροή σε πεδίο με περατό διάφραγμα» (pdf @ntua.org (αρχειοθετημένο), Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις περνάω και πέρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)