περβάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περβάζι | τα | περβάζια |
γενική | του | περβαζιού | των | περβαζιών |
αιτιατική | το | περβάζι | τα | περβάζια |
κλητική | περβάζι | περβάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περβάζι ουδέτερο
- το κάτω μέρος της πόρτας η παραθύρου