Μετάβαση στο περιεχόμενο

περγέλιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περγέλιο τα περγέλια
      γενική του περγέλιου των περγέλιων
    αιτιατική το περγέλιο τα περγέλια
     κλητική περγέλιο περγέλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη, ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περγέλιο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peɾˈʝe.ʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περγέλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περγέλιο ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) άλλη μορφή του περίγελος / περίγελως
      έγινα το περγέλιο του κόσμου (καταγραφή, 1940 στη Λέσβο, στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας)
  2. (λογοτεχνικό, ιδιωματικό) γέλιο ειρωνικό
      Νίκος Καζαντζάκης (1η έκδ.1961) Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς, Ο Μοριάς, IX. Ο Γέρος του Μοριά. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2011, ανατύπωση.
    όταν, μετά την απελευθέρωση, έπεσαν απάνω στην απλοϊκή μικρούλα Ελλάδα όλοι οι δασκάλοι κι ήθελαν να την ντύσουν αρχαία, να μιλάει αρχαία, να κυβερνιέται αρχαία, ο Κολοκοτρώνης κουνούσε το μυαλωμένο νηφάλιο κεφάλι του με θυμό και περγέλιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις περίγελος και γελάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]