περδικοπάτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περδικοπάτημα ουδέτερο
- (σπάνιο) το πάτημα μιας πέρδικας, το χνάρι του ποδιού της
- (σπάνιο) το πάτημα μιας πέρδικας κατά το ελαφρύ περπάτημά της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περδικοπάτημα
|