Μετάβαση στο περιεχόμενο

περιήγηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιήγηση οι περιηγήσεις
      γενική της περιήγησης* των περιηγήσεων
    αιτιατική την περιήγηση τις περιηγήσεις
     κλητική περιήγηση περιηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιήγηση < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περιηγέομαι < ἡγέομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περιήγηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]