περιαλείφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιαλείφω < αρχαία ελληνική περιαλείφω < περί + ἀλείφω
Ρήμα[επεξεργασία]
περιαλείφω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περιάλειψη
- → δείτε τις λέξεις περί και αλείφω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιαλείφω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- περιαλείφω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)