περιγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιγράφω
Μετοχή[επεξεργασία]
περιγραμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιγράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιγραμμένος
|