περιδέραιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περιδέραιο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περιδέραιον τὰ περιδέραι
      γενική τοῦ περιδεραίου τῶν περιδεραίων
      δοτική τῷ περιδεραί τοῖς περιδεραίοις
    αιτιατική τὸ περιδέραιον τὰ περιδέραι
     κλητική ! περιδέραιον περιδέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιδεραίω
γεν-δοτ τοῖν  περιδεραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιδέραιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περιδέραιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιδέραιον, -ου ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

περιδέραιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περιδέραιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιδέραιος

Πηγές[επεξεργασία]