περιεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιεκτικός < ελληνιστική κοινή περιεκτικός < αρχαία ελληνική περιέχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.e.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ε‐κτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]περιεκτικός, -ή, -ό
- που περιέχει, περιλαμβάνει πολλά
- ↪ Το σκεύασμα αυτό είναι περιεκτικό σε βιταμίνες.
- λόγος που είναι πυκνός, πλούσιος σε περιεχόμενο, που περιέχει αρκετά νοήματα με χρήση λίγων λέξεων
- ↪ Οι δηλώσεις του ήταν σύντομες και περιεκτικές.
- ↪ Τα κείμενά του είναι λιτά και περιεκτικά· δεν πλατειάζει, αλλά δεν χάνει και τη βαθύτερη ουσία του θέματος.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιεκτικά
- περιεκτικότητα
- → δείτε τις λέξεις περιέχω, περί και έχω