περικεφαλαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικεφαλαία < αρχαία ελληνική περικεφαλαία < περικεφάλαιος < περι- + κεφαλή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Μεσαιωνική περικεφαλαία (1)
περικεφαλαία θηλυκό
- στρατιωτικός εξοπλισμός για προστασία του κεφαλιού, παλαιότερων εποχών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βλάκας με περικεφαλαία: πάρα πολύ βλάκας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως δεν ονομάζουμε έτσι τα σημερινά στρατιωτικά κράνη