περικυκλώσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]περικυκλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περικυκλώνω
- θα περικυκλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περικυκλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]περικυκλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περικύκλωση