περικόπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περικόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικόπτω < περι- + κόπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈko.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐κό‐πτω

Ρήμα[επεξεργασία]

περικόπτω, αόρ.: περιέκοψα, παθ.φωνή: περικόπτομαι, π.αόρ.: περικόπηκα, μτχ.π.π.: περικομμένος/περικεκομμένος

  1. αφαιρώ, περιορίζω
  2. ελαττώνω, μειώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις περί και κόβω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]