περιληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιληπτικός < αρχαία ελληνική περιληπτικός < περιλαμβάνω
Επίθετο[επεξεργασία]
περιληπτικός, -ή, -ό
- που έχει τον χαρακτήρα της περίληψης, που περιγράφει με συντομία, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, συνοπτικός
- (γλωσσολογία) που χρησιμοποιείται στον ενικό αριθμό για να δηλώσει το σύνολο ομοειδών πραγμάτων (ρύζι, λαός, πανίδα κλπ.)