περιμάντρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιμάντρωση < περιμαντρώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιμάντρωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιμαντρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιμάντρωση
|