περιμένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιμένω < αρχαία ελληνική περιμένω (περι- + μένω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛ.ɾi.'mɛ.nɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
περιμένω
- μένω στο ίδιο σημείο μέχρι να έρθει κάποιος ή κάτι
- Περιμένω τους φίλους μου.
- Περιμένω το λεωφορείο.
- αναμένω να συμβεί κάτι, κάνω υπομονή
- Περιμένω να τελειώσει η ταινία.
- έχω ελπίδες για κάτι, προσδοκώ, ελπίζω
- Περίμενα ότι η εκπομπή θα είχε μεγαλύτερα νούμερα.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιμένω