περιμαντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιμαντρώνω < περι- + μαντρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

περιμαντρώνω (παθητική φωνή: περιμαντρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) μαντρώνω τριγύρω, κλείνω κάποιον χώρο φτιάχνοντας μάντρα
  2. (μεταφορικά) περιορίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]