περινεύριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περινεύριο τα περινεύρια
      γενική του περινευρίου
περινεύριου
των περινευρίων
    αιτιατική το περινεύριο τα περινεύρια
     κλητική περινεύριο περινεύρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περινεύριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perineurium < αρχαία ελληνική περί + νεῦρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περινεύριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Perineurium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]