περιοδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περιοδικά < περιοδικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
περιοδικά
- κατά περιόδους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- περιοδικώς (αρχαιοπρεπώς, καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιοδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περιοδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιοδικό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιοδικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιοδικό
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περιοδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιοδικός