περιοδικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιοδικότητα < (καθαρεύουσα) περιοδικότης < περιοδικός + -ότης/-ότητα < περίοδος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιοδικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του περιοδικού, η επανάληψη ενός φαινομένου ανά τακτά χρονικά διαστήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη περίοδος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιοδικότητα