περιοριστικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοριστικώς < περιοριστικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

περιοριστικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]