περιουσιακό στοιχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιουσιακό στοιχείο < → δείτε τις λέξεις περιουσιακός και στοιχείο
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]περιουσιακό στοιχείο
- (λογιστική) συνώνυμο του στοιχείο ενεργητικού
- ※ Τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα ορίζουν σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία ότι είναι ελεγχόμενοι πόροι από την επιχείρηση, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από παρελθόντα γεγονότα και από τα οποία αναμένεται να εισρεύσουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη (Αληφαντής, 2008).[1]
- ※ Τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να παρουσιάζονται στο Ενεργητικό του ισολογισμού ταξινομημένα σε δύο μεγάλες κατηγορίες: το Πάγιο Ενεργητικό (μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία) και το Κυκλοφορούν Ενεργητικό (κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία).[1]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Τουρνά-Γερμανού, Ε., 2015. Χρηματοοικονομική Λογιστική , Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Πρόσβαση 2021-08-16.