περιπλάνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιπλάνηση | οι | περιπλανήσεις |
γενική | της | περιπλάνησης* | των | περιπλανήσεων |
αιτιατική | την | περιπλάνηση | τις | περιπλανήσεις |
κλητική | περιπλάνηση | περιπλανήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιπλανήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιπλάνηση < ελληνιστική κοινή περιπλάνησις < αρχαία ελληνική περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι < περί + πλανάομαι / πλανῶμαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpla.ni.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιπλάνηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιπλανιέμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιπλάνηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)