περιπλανημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιπλανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιπλανιέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
περιπλανημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιπλανιέμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιπλανημένος
|