περιπλανώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιπλανώμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος περιπλανιέμαι <περιπλανάομαι-ῶμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
περιπλανώμενος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ο νομάδας
- αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται άσκοπα ή και βασανιστικά
- περιπλανώμενος Ιουδαίος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιπλανώμενος