περιπλανώμενος Ιουδαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπλανώμενος Ιουδαίος < από τη θρυλούμενη μεσαιωνική ιστορία για τον Ἀχασβῆρο (ή Ἀχασβερό) που καταδικάστηκε να τριγυρνάει άσκοπα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

περιπλανώμενος Ιουδαίος αρσενικό

  1. (ειρωνικό) που γυρνάει συνέχεια χωρίς να φαίνεται να έχει σκοπό να εγκατασταθεί κάπου
  2. (ειδικότερα), (ειρωνικό) που δεν έχει μόνιμη θέση, γραφείο ή κρεβάτι και πηγαίνει σε όποιο τυχαίνει να είναι ελεύθερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]