περιπλοκάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιπλοκάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περιπλοκάδα < (περιπλέκω) περιοπλοκ- + -άδα (<-άς) < περι- + πλέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιπλοκάδα θηλυκό
- είδος αναρριχητικού φυτού
- ※ Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιπλοκάδα
→ δείτε τη λέξη περικοκλάδα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)