περιπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιπλοκή < αρχαία ελληνική περιπλοκή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιπλοκή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπλέκω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιπλοκή