περιπόλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περιπόλιον τὰ περιπόλι
      γενική τοῦ περιπολίου τῶν περιπολίων
      δοτική τῷ περιπολί τοῖς περιπολίοις
    αιτιατική τὸ περιπόλιον τὰ περιπόλι
     κλητική ! περιπόλιον περιπόλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπολίω
γεν-δοτ τοῖν  περιπολίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπόλιον < περίπολος + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιπόλιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]