περιρραντήριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιρραντήριο | τα | περιρραντήρια |
| γενική | του | περιρραντήριου & περιρραντηρίου |
των | περιρραντήριων & περιρραντηρίων |
| αιτιατική | το | περιρραντήριο | τα | περιρραντήρια |
| κλητική | περιρραντήριο | περιρραντήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιρραντήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιρραντήριον < περιρραίνω < ῥαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιρραντήριο ουδέτερο
- (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο κατασκευασμένο από λαξευτή πέτρα, μάρμαρο και σπανιότερα από ψημένο πηλό, που χρησίμευε στις λατρευτικές εκδηλώσεις ως δεξαμενή αγιασμένου νερού.
- (θρησκεία) αγιαστούρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιρραντήριο
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)