Μετάβαση στο περιεχόμενο

περιρραντήριο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιρραντήριο τα περιρραντήρια
      γενική του περιρραντήριου
& περιρραντηρίου
των περιρραντήριων
& περιρραντηρίων
    αιτιατική το περιρραντήριο τα περιρραντήρια
     κλητική περιρραντήριο περιρραντήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιρραντήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιρραντήριον < περιρραίνω < ῥαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περιρραντήριο ουδέτερο

  1. (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο κατασκευασμένο από λαξευτή πέτρα, μάρμαρο και σπανιότερα από ψημένο πηλό, που χρησίμευε στις λατρευτικές εκδηλώσεις ως δεξαμενή αγιασμένου νερού.
  2. (θρησκεία) αγιαστούρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]