περισκοπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περισκοπικά < περισκοπικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]περισκοπικά
- με περισκοπικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περισκοπικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]περισκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περισκοπικό