περισσέψετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περισσέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περισσεύω
  2. θα περισσέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περισσεύω