περιστέρι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | περιστέρι | περιστέρια |
γενική | περιστεριού | περιστεριών |
αιτιατική | περιστέρι | περιστέρια |
κλητική | περιστέρι | περιστέρια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστέρι < μεσαιωνική ελληνική περιστέριν < ελληνιστική κοινή περιστέριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική περιστερά < σημιτική perah Istar (=πουλί της Αφροδίτης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιστέρι ουδέτερο
- (ορνιθολογία) πτηνό με μικρό και παχουλό σώμα και χαρακτηριστική (γουργουριστή) φωνή, το οποίο εξημερώνεται εύκολα και εντοπίζεται, συχνά, στις πλατείες των πόλεων
[επεξεργασία]
- αγριοπερίστερο
- αλανοπερίστερο
- περιστερά
- Περιστερά
- περιστέρα
- Περιστέρα
- περιστεράκι
- Περιστέρι
- περιστεριδεύς
- περιστερίσιος
- περιστεροτροφείο
- περιστεροτρόφος
- περιστερώνας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ταχυδρομικό περιστέρι: το πτηνό που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, μετά από κατάλληλη εκπαίδευση, ως αγγελιοφόροι για μεταφορές μηνυμάτων, λόγω της μεγάλης αντοχής και ταχύτητάς τους
- περιστέρι της ειρήνης: το σύμβολο της ειρήνης και εμβληματοποιείται με το λευκό περιστέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιστέρι