περισταλτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περισταλτικά < περισταλτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
περισταλτικά
- (λόγιο) με περισταλτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περισταλτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περισταλτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περισταλτικός