περιτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιτομή οι περιτομές
      γενική της περιτομής των περιτομών
    αιτιατική την περιτομή τις περιτομές
     κλητική περιτομή περιτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτομή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιτομή < αρχαία ελληνική περιτέμνω < περί + τέμνω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + -τομή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.toˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐το‐μή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιτομή θηλυκό

  1. (ιατρική) η αφαίρεση της ακροβυστίας
  2. (θρησκεία) τελετή που γίνεται για την περιτομή καθώς και η περιτομή ως θρησκευτική πράξη και πρακτική
     συνώνυμα: σουνέτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιτομή αἱ περιτομαί
      γενική τῆς περιτομῆς τῶν περιτομῶν
      δοτική τῇ περιτομ ταῖς περιτομαῖς
    αιτιατική τὴν περιτομήν τὰς περιτομᾱ́ς
     κλητική ! περιτομή περιτομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιτομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  περιτομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτομή < αρχαία ελληνική περιτέμνω < περι- + -τομή (< τέμνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιτομή θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) περιτομή
  2. (ελληνιστική κοινή) κόψιμο, τομή
  3. (ελληνιστική κοινή) κυκλική τομή
  4. (ελληνιστική κοινή) τμήμα μηχανής

Πηγές[επεξεργασία]