περιτραχήλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιτραχήλιος η περιτραχήλια το περιτραχήλιο
      γενική του περιτραχήλιου της περιτραχήλιας του περιτραχήλιου
    αιτιατική τον περιτραχήλιο την περιτραχήλια το περιτραχήλιο
     κλητική περιτραχήλιε περιτραχήλια περιτραχήλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιτραχήλιοι οι περιτραχήλιες τα περιτραχήλια
      γενική των περιτραχήλιων των περιτραχήλιων των περιτραχήλιων
    αιτιατική τους περιτραχήλιους τις περιτραχήλιες τα περιτραχήλια
     κλητική περιτραχήλιοι περιτραχήλιες περιτραχήλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτραχήλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιτραχήλιος < περι- + αρχαία ελληνική τράχηλ(ος) + -ιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.tɾaˈçi.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐τρα‐χή‐λι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

περιτραχήλιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / περιτραχήλιος τὸ περιτραχήλιον
      γενική τοῦ/τῆς περιτραχηλίου τοῦ περιτραχηλίου
      δοτική τῷ/τῇ περιτραχηλί τῷ περιτραχηλί
    αιτιατική τὸν/τὴν περιτραχήλιον τὸ περιτραχήλιον
     κλητική ! περιτραχήλιε περιτραχήλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ περιτραχήλιοι τὰ περιτραχήλι
      γενική τῶν περιτραχηλίων τῶν περιτραχηλίων
      δοτική τοῖς/ταῖς περιτραχηλίοις τοῖς περιτραχηλίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς περιτραχηλίους τὰ περιτραχήλι
     κλητική ! περιτραχήλιοι περιτραχήλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιτραχηλίω τὼ περιτραχηλίω
      γεν-δοτ τοῖν περιτραχηλίοιν τοῖν περιτραχηλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτραχήλιος < περι- + αρχαία ελληνική τράχηλ(ος) + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

περιτραχήλιος, -ος, -ον

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]