περιτύλιξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιτύλιξη | οι | περιτυλίξεις |
γενική | της | περιτύλιξης* | των | περιτυλίξεων |
αιτιατική | την | περιτύλιξη | τις | περιτυλίξεις |
κλητική | περιτύλιξη | περιτυλίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιτυλίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιτύλιξη < περιτυλίγω + -ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιτύλιξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιτυλίγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιτύλιξη
|