περιφερικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περιφερικά < περιφερικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
περιφερικά
- σε μια περιφέρεια, κυκλικά γύρω από ένα σημείο
- πόνος περιφερικά της ποδοκνημικής αρθρώσεως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιφερικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περιφερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφερικό