περλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περλίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περλίτης αρσενικό
- ηφαιστειακό γυαλί με μεγάλη περιεκτικότητα σε νερό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
περλίτης στη Βικιπαίδεια