περμανάντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περμανάντ < (λόγιο δάνειο) γαλλική permanente (μόνιμη)[1] (ondulation permanente,[2] μόνιμο κατσάρωμα μαλλιών), θηλυκό του {{l|permanent|fr|t=μόνιμος]] < λατινική permanens,[3] μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος permaneo < maneo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peɾ.maˈnant/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : περ‐μα‐νάντ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περμανάντ θηλυκό άκλιτο
- (κομμωτική) είδος χτενίσματος κατά το οποίο κατσαρώνουμε τα μαλλιά με προσθήκη χημικών ουσιών και ειδική θερμική κατεργασία, ώστε το κατσάρωμα να διατηρηθεί για καιρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μένω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- περμανάντ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περμανάντ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ περμανάντ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περμανάντ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κομμωτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)